κιλίμι

κιλίμι
το
τάπητας δαπέδου, χωρίς πέλος, υφασμένος στο χέρι σύμφωνα με τις ταπητουργικές τεχνικές στην Ανατολία, στα Βαλκάνια και στις περιοχές τού Ιράν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kilim].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιλίμι — το (λ. περσ. ή τουρκ.), τάπητας οικιακής κατασκευής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιλιμάκι — το [κιλίμι] υποκορ. τού κιλίμι, μικρό κιλίμι …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Kilim — Kilims are flat tapestry woven carpets or rugs produced from theTurkey, Balkans to Pakistan. Kilims can be purely decorative or can function as prayer rugs.NameThe name kilim or kelim is Turkish, and comes from the Persian gelim (گلیم) to spread… …   Wikipedia

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Λίμνης — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Λίμνης λειτουργεί από το 1993 σ’ ένα όμορφο νεοκλασικίζον διώροφο κτίριο που χτίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., το οποίο ανήκε στην οικογένεια Ευαγγελινών Φλώκων. Ύστερα από μία ριζική ανακαίνιση, που… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Αγίου Νικολάου (Κρήτης) — Το λαογραφικό μουσείο του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε το 1978 από την Πολιτιστική Εταιρεία Ανατολικής Κρήτης. Στεγάζεται σε ένα από τα παλαιότερα κτίρια της πόλης που βρίσκεται δίπλα στη γέφυρα της λίμνης (Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 1). Η μεγάλη και με …   Dictionary of Greek

  • chilim — CHILÍM, chilimuri, s.n. 1. Covor (turcesc) cu două feţe; scoarţă înflorată. 2. Un fel de broderie făcută cu fire de lână sau de mătase pe etamină sau pe canava. – Din tc. kilim. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  CHILÍM s. scoarţă.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”